αέρα κοπανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αέρα κοπανίζω <  δείτε τη λέξη αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας & κοπανίζω

Έκφραση

αέρα κοπανίζω

  1. σπαταλάω τον χρόνο μου άσκοπα
  2. αερολογώ ή κάνω ανοησίες

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.