κοπάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοπάνα | οι | κοπάνες |
| γενική | της | κοπάνας | — | |
| αιτιατική | την | κοπάνα | τις | κοπάνες |
| κλητική | κοπάνα | κοπάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοπάνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοπάνα θηλυκό
- το σκασιαρχείο από το σχολείο
- το να μην πηγαίνει κανείς στη δουλειά του, πχ προσποιούμενος τον άρρωστο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.