κονιορτοποιήσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κονιορτοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του κονιορτοποίηση
- εναλλακτικά: κονιορτοποίησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.