κονιορτοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κονιορτοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κονιορτοποιώ
  2. θα κονιορτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κονιορτοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κονιορτοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κονιορτοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.