κομψευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομψευόμενος | η | κομψευόμενη | το | κομψευόμενο |
| γενική | του | κομψευόμενου | της | κομψευόμενης | του | κομψευόμενου |
| αιτιατική | τον | κομψευόμενο | την | κομψευόμενη | το | κομψευόμενο |
| κλητική | κομψευόμενε | κομψευόμενη | κομψευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομψευόμενοι | οι | κομψευόμενες | τα | κομψευόμενα |
| γενική | των | κομψευόμενων | των | κομψευόμενων | των | κομψευόμενων |
| αιτιατική | τους | κομψευόμενους | τις | κομψευόμενες | τα | κομψευόμενα |
| κλητική | κομψευόμενοι | κομψευόμενες | κομψευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κομψευόμενος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κομψεύομαι
Μετοχή
κομψευόμενος
- (μειωτικό) που κομψεύεται, που δίνει ιδιαίτερο βάρος στο ντύσιμό του και στο να φαίνεται κομψός
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κομψεύομαι και κομψός
Μεταφράσεις
κομψευόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.