κομπαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομπαστικός η κομπαστική το κομπαστικό
      γενική του κομπαστικού της κομπαστικής του κομπαστικού
    αιτιατική τον κομπαστικό την κομπαστική το κομπαστικό
     κλητική κομπαστικέ κομπαστική κομπαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομπαστικοί οι κομπαστικές τα κομπαστικά
      γενική των κομπαστικών των κομπαστικών των κομπαστικών
    αιτιατική τους κομπαστικούς τις κομπαστικές τα κομπαστικά
     κλητική κομπαστικοί κομπαστικές κομπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κομπαστικός < ελληνιστική κοινή κομπαστικός < αρχαία ελληνική κομπάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.ba.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομπαστικός

Επίθετο

κομπαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.