μαμμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαμμή οι μαμμές
      γενική της μαμμής των μαμμών
    αιτιατική τη μαμμή τις μαμμές
     κλητική μαμμή μαμμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαμμή < αρχαία ελληνική μάμμη (γιαγιά)

Ουσιαστικό

μαμμή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) γιαγιά, η μάμμη
      Σ ένα χωριό η μαμμή άκουσε μια νύχτα πολύ δυνατούς χτύπους'ς την πόρτα της. Σηκώνεται ν' ανοίξη και βλέπει έναν άντρα ψηλό ίσα με το νταβάνι και άγριο (Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης Ελληνικού λαού: Παραδόσεις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1904. σελ. 480)
  2. (επάγγελμα) άλλη γραφή του μαμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.