κολλητσίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολλητσίδα οι κολλητσίδες
      γενική της κολλητσίδας των κολλητσίδων
    αιτιατική την κολλητσίδα τις κολλητσίδες
     κλητική κολλητσίδα κολλητσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολλητσίδα < μεσαιωνική ελληνική κολλητσίδα < κολλητός

Ουσιαστικό

κολλητσίδα θηλυκό

  1. (βοτανική) όνομα που δίνεται σε διάφορα φυτά τα οποία έχουν κάποιου είδους κολλητική ουσία στους βλαστούς ή και στους σπόρους τους
  2. (μεταφορικά) στενός κορσές, κολλητήρι, τσιμπούρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.