κολλητήρι
Νέα ελληνικά (el)

είδος κολλητηριού (1)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κολλητήρι | τα | κολλητήρια |
| γενική | του | κολλητηριού | των | κολλητηριών |
| αιτιατική | το | κολλητήρι | τα | κολλητήρια |
| κλητική | κολλητήρι | κολλητήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολλητήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κολλητήρι ουδέτερο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση υλικών συγκόλλησης
- τσιμπούρι, κολλητσίδα, άτομο που έχει γίνει φορτικό, που βρίσκεται συνέχεια δίπλα μας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.