κολλητήρι

Νέα ελληνικά (el)

είδος κολλητηριού (1)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολλητήρι τα κολλητήρια
      γενική του κολλητηριού των κολλητηριών
    αιτιατική το κολλητήρι τα κολλητήρια
     κλητική κολλητήρι κολλητήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολλητήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κολλητήρι ουδέτερο

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση υλικών συγκόλλησης
  2. τσιμπούρι, κολλητσίδα, άτομο που έχει γίνει φορτικό, που βρίσκεται συνέχεια δίπλα μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.