τσιμπούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμπούρι | τα | τσιμπούρια |
| γενική | του | τσιμπουριού | των | τσιμπουριών |
| αιτιατική | το | τσιμπούρι | τα | τσιμπούρια |
| κλητική | τσιμπούρι | τσιμπούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπούρι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τσιμούριον, (παρετυμολογία) προς το τσιμπώ [1]
Ουσιαστικό
τσιμπούρι ουδέτερο
- κοινή ονομασία του παρασιτικού Αρθρόποδου, που ονομάζεται κρότων
- άλλες μορφές: τσιμούρι
Εκφράσεις
- γίνομαι τσιμπούρι: γίνομαι φοβερά ενοχλητικός σε κάποιον είτε γιατί έχω συνέχεια απαιτήσεις είτε γιατί βρίσκομαι συνέχεια κοντά του
-
τσιμπούρι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- τσιμπούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
