κολεός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεός οι κολεοί
      γενική του κολεού των κολεών
    αιτιατική τον κολεό τους κολεούς
     κλητική κολεέ κολεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολεός < αρχαία ελληνική κολεός

Ουσιαστικό

κολεός αρσενικό

  1. (ανατομία) ο κόλπος θηλυκού ανθρώπου ή ζώου
  2. (ζωολογία) έλυτρο
  3. (βοτανική) Βάση ενός φύλλου (συνήθως στα μονοκοτυλήδονα) που συνήθως περιβάλλει το βλαστό.

Συγγενικά

  • κολεόπτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.