vagina

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

vagina (en)



Ινδονησιακά (id)

Ουσιαστικό

vagina (id)



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

vagina (es)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

vagina (it) θηλυκό



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

vagina (ca)



Κροατικά (hr)

Ουσιαστικό

vagina (hr) θηλυκό



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

vagina (la) θηλυκό



Νεονορβηγικά (nn)

Ουσιαστικό

vagina (nn)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

vagina (no)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

vagina (nl)



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

vagina (pt)



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

vagina (sr)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.