κοινωνικό δίκτυο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοινωνικό δίκτυο | τα | κοινωνικά δίκτυα |
| γενική | του | κοινωνικού δικτύου | των | κοινωνικών δικτύων |
| αιτιατική | το | κοινωνικό δίκτυο | τα | κοινωνικά δίκτυα |
| κλητική | κοινωνικό δίκτυο | κοινωνικά δίκτυα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινωνικό δίκτυο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social network → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και δίκτυο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.niˈko ˈði.kti.o/
Πολυλεκτικός όρος
κοινωνικό δίκτυο ουδέτερο
- (κοινωνιολογία) το άθροισμα αλληλοσυνδεόμενων ανθρώπων ή οργανισμών και οι μεταξύ τους σχέσεις
- ※ Στην καθημερινή ζωή, ο όρος Κοινωνικά Δίκτυα αναφέρεται σε μία ομάδα ατόμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και στο σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της ομάδας.
- Εφαρμογές Πληροφορικής (Α Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), κεφ. 15. Κοινωνικά Δίκτυα, Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας Και Θρησκευμάτων, εκδ. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών Και Εκδόσεων «Διόφαντος»
- (διαδίκτυο) ιστοσελίδα που επιτρέπει αλληλεπίδραση των χρηστών της, οι οποίοι ανήκουν μέσω αυτής σε διάφορες κοινωνικές ομάδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.