κοινωνική δικτύωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κοινωνική δικτύωση
      γενική της κοινωνικής δικτύωσης
    αιτιατική την κοινωνική δικτύωση
     κλητική κοινωνική δικτύωση
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνική δικτύωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social networking  δείτε τις λέξεις κοινωνικός και δικτύωση

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.no.niˈci ðiˈkti.o.si/

Πολυλεκτικός όρος

κοινωνική δικτύωση θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.