κοινωνική δικτύωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινωνική δικτύωση | ||
| γενική | της | κοινωνικής δικτύωσης | ||
| αιτιατική | την | κοινωνική δικτύωση | ||
| κλητική | κοινωνική δικτύωση | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινωνική δικτύωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social networking → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και δικτύωση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.niˈci ðiˈkti.o.si/
Πολυλεκτικός όρος
κοινωνική δικτύωση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (διαδίκτυο) η διάδραση μεταξύ ανθρώπων με τη χρήση κοινωνικών δικτύων
- ※ To Web 2.0 επιτρέπει την ανοιχτή πρόσβαση, τη συνεργασία, τη συλλογική δράση, την κοινωνική δικτύωση, την προσωπική έκφραση και διάδοση των ιδεών και ευνοεί τη δημιουργία - και φυσικά διαμοίραση - περιεχομένου, ψηφιακών ή ψηφιοποιημένων πόρων από τους χρήστες.
- Κωνσταντίνα Κολλιοπούλου, Η Αξιοποίηση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Διεθνές Συνέδριο για την Ανοικτή & εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση, τόμος 8, αριθμός 1Α, 2015, σελ. 202
- ※ To Web 2.0 επιτρέπει την ανοιχτή πρόσβαση, τη συνεργασία, τη συλλογική δράση, την κοινωνική δικτύωση, την προσωπική έκφραση και διάδοση των ιδεών και ευνοεί τη δημιουργία - και φυσικά διαμοίραση - περιεχομένου, ψηφιακών ή ψηφιοποιημένων πόρων από τους χρήστες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.