κοινοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινοποιήσιμος | η | κοινοποιήσιμη | το | κοινοποιήσιμο |
| γενική | του | κοινοποιήσιμου | της | κοινοποιήσιμης | του | κοινοποιήσιμου |
| αιτιατική | τον | κοινοποιήσιμο | την | κοινοποιήσιμη | το | κοινοποιήσιμο |
| κλητική | κοινοποιήσιμε | κοινοποιήσιμη | κοινοποιήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινοποιήσιμοι | οι | κοινοποιήσιμες | τα | κοινοποιήσιμα |
| γενική | των | κοινοποιήσιμων | των | κοινοποιήσιμων | των | κοινοποιήσιμων |
| αιτιατική | τους | κοινοποιήσιμους | τις | κοινοποιήσιμες | τα | κοινοποιήσιμα |
| κλητική | κοινοποιήσιμοι | κοινοποιήσιμες | κοινοποιήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινοποιήσιμος < (κοινοποιώ) κοινοποισ- + -ιμος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κοινοποιήσιμος
|
|
Αναφορές
- κοινοποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.