κοινοποιέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κοινοποιέω < αρχαία ελληνική κοινός κοινο- + -ποιέω + ποιέω
Ρήμα
κοινοποιέω
- (ελληνιστική κοινή) κάνω κάτι κοινό
- (ελληνιστική κοινή) κοινοποιώ, γνωστοποιώ
- (ελληνιστική κοινή) γενικεύω
- (ελληνιστική κοινή) θεωρώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα: κοινοποιέω
- κοινοποιέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.