filon
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
filon
filons
Ουσιαστικό
filon
(fr)
αρσενικό
η
φλέβα
ενός
μεταλλεύματος
, το
κοίτασμα
η
πηγή
εισοδημάτων
Εσπεράντο
(eo)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
filon
(eo)
αιτιατική
του
filo
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.