κνώδαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κνώδαλο τα κνώδαλα
      γενική του κνώδαλου των κνώδαλων
    αιτιατική το κνώδαλο τα κνώδαλα
     κλητική κνώδαλο κνώδαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κνώδαλο < από το αρχαίο κνώδαλον.

< Πιθανές ετυμολογίες:
Από τα κναίω, κνῶ, τρίβω, ξύνω, που έδωσαν τη λέξη κνησμός.
Ίσως είναι, πάλι, σύντμηση της λέξης κυνόδους, κυνόδοντας.

Ουσιαστικό

κνώδαλο ουδέτερο

  1. άγριο ζώο που δαγκώνει
  2. (μεταφορικά) ανάξιος και τιποτένιος άνθρωπος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.