κνώδαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κνώδαλον | τὰ | κνώδαλᾰ |
| γενική | τοῦ | κνωδάλου | τῶν | κνωδάλων |
| δοτική | τῷ | κνωδάλῳ | τοῖς | κνωδάλοις |
| αιτιατική | τὸ | κνώδαλον | τὰ | κνώδαλᾰ |
| κλητική ὦ! | κνώδαλον | κνώδαλᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κνωδάλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κνωδάλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κνώδαλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κνώδαλον , -ου ουδέτερο
- (βιολογία) οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο (π.χ. λιοντάρι, ερπετό, σκουλήκι), τέρας, θηρίο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 582 (581-582)
- τῇ δ᾽ ἔνι δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι, | κνώδαλ᾽ ὅσ᾽ ἤπειρος δεινὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα·
- Πάνω σ᾽ αυτό, θαύμα να τα βλέπεις, ποικίλματα πολλά ετοίμασε, | όσα θηρία φοβερά η στεριά και η θάλασσα τα τρέφει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῇ δ᾽ ἔνι δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι, | κνώδαλ᾽ ὅσ᾽ ἤπειρος δεινὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 601 (599-601)
- συζύγους δ᾽ ὁμαυλίας | θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ | κνωδάλων τε καὶ βροτῶν.
- Ο έρωτας ο αχαλίνωτος, | που ζώων κι ανθρώπων θηλυκά δαμάζει, | των αντρογύνων το συνταίριασμα | παράνομα νικά και ξεταιριάζει.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- συζύγους δ᾽ ὁμαυλίας | θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ | κνωδάλων τε καὶ βροτῶν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 582 (581-582)
- (υβριστικό, μειωτικό) (για ανθρώπους) ως όρος υβριστικός και ως αποδοκιμασία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Σφῆκες, 4
- ἆρ᾽ οἶσθά γ᾽ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν;
- Ξέρεις τί ζωντανό φυλάμε;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ἆρ᾽ οἶσθά γ᾽ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 476
- ὦ Ζεῦ, τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις;
- Και πώς θα τα δαμάσουμε τ᾽ αγρίμια τούτα, ω Δία;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greek‑language.gr
- ὦ Ζεῦ, τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Σφῆκες, 4
Συγγενικά
- κνωδάλιον (υποκοριστικό)
- κνωδαλώδης
Πηγές
- κνώδαλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνώδαλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.