κνημιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κνημιαίος η κνημιαία το κνημιαίο
      γενική του κνημιαίου της κνημιαίας του κνημιαίου
    αιτιατική τον κνημιαίο την κνημιαία το κνημιαίο
     κλητική κνημιαίε κνημιαία κνημιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κνημιαίοι οι κνημιαίες τα κνημιαία
      γενική των κνημιαίων των κνημιαίων των κνημιαίων
    αιτιατική τους κνημιαίους τις κνημιαίες τα κνημιαία
     κλητική κνημιαίοι κνημιαίες κνημιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κνημιαίος < (ελληνιστική κοινή) κνημιαῖος < αρχαία ελληνική κνήμη

Επίθετο

κνημιαίος, -α, -ο

  • (ανατομία) που έχει σχέση με την κνήμη ή αναφέρεται σ’ αυτή
    Ο 37χρονος αστυνομικός που μόλις 23 χρόνων υπέστη κνημιαίο ακρωτηριασμό ύστερα από τροχαίο ατύχημα δεν το έβαλε κάτω. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.