jambier

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό jambier jambiers
θηλυκό jambière jambières

jambier (fr)

  1. κνημιαίος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jambier jambiers

jambier (fr) αρσενικό

  • (τεχνολογία)
  1. ξύλινο στέλεχος που διατηρεί απλωμένα τα σκέλη ενός σφαγμένου ζώου
  2. δερμάτινο σπιρούνι που δένεται στην κνήμη

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη jambe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.