ἀρχίκλωψ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀρχικλωπ-
ονομαστική ἀρχίκλωψ οἱ ἀρχίκλωπες
      γενική τοῦ ἀρχίκλωπος τῶν ἀρχικλώπων
      δοτική τῷ ἀρχίκλωπ τοῖς ἀρχίκλωψ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀρχίκλωπ τοὺς ἀρχίκλωπᾰς
     κλητική ! ἀρχίκλωψ ἀρχίκλωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχίκλωπε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχικλώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρχίκλωψ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀρχί- + κλώψ

Ουσιαστικό

ἀρχίκλωψ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.