textile
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
textile
(en)
ύφασμα
Γαλλικά
(fr)
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
textile
textiles
textile
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
κλωστοϋφαντουργικός
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
textile
textiles
textile
(fr)
αρσενικό
το
υφαντό
, το
ύφασμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.