κλωσσημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλωσσημένος | η | κλωσσημένη | το | κλωσσημένο |
| γενική | του | κλωσσημένου | της | κλωσσημένης | του | κλωσσημένου |
| αιτιατική | τον | κλωσσημένο | την | κλωσσημένη | το | κλωσσημένο |
| κλητική | κλωσσημένε | κλωσσημένη | κλωσσημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλωσσημένοι | οι | κλωσσημένες | τα | κλωσσημένα |
| γενική | των | κλωσσημένων | των | κλωσσημένων | των | κλωσσημένων |
| αιτιατική | τους | κλωσσημένους | τις | κλωσσημένες | τα | κλωσσημένα |
| κλητική | κλωσσημένοι | κλωσσημένες | κλωσσημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλωσώ
Μεταφράσεις
κλωσσημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.