κλουκούτιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλουκούτιασμα τα κλουκουτιάσματα
      γενική του κλουκουτιάσματος των κλουκουτιασμάτων
    αιτιατική το κλουκούτιασμα τα κλουκουτιάσματα
     κλητική κλουκούτιασμα κλουκουτιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλουκούτιασμα < κλουκουτάω + -μα < αρωμουνική klukutésku (παφλάζω, αναταράζω)

Ουσιαστικό

κλουκούτιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.