κλικάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλικάρισμα | τα | κλικαρίσματα |
| γενική | του | κλικαρίσματος | των | κλικαρισμάτων |
| αιτιατική | το | κλικάρισμα | τα | κλικαρίσματα |
| κλητική | κλικάρισμα | κλικαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κλικάρισμα ουδέτερο
- (οικείο) ήχος απότομος, από μικρά και σκληρά σχετικά κομμάτια, ήχος που ακούγεται σαν κλικ
- (διαδικτυακή αργκό, ανεπίσημο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κλικάρω, η πράξη του να πατήσει κανείς το σχετικό κουμπί στο ποντίκι του υπολογιστή
- ※ ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)
Μεταφράσεις
κλικάρισμα
|
|
Αναφορές
- κλικάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.