κλικ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική clic[1] < ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό
κλικ ουδέτερο άκλιτο
Εκφράσεις
- μου κάνει κλικ: μου κεντρίζει το ενδιαφέρον
Μεταφράσεις
- κλικ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.