κλικ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική clic[1] < ηχομιμητική λέξη

Ουσιαστικό

κλικ ουδέτερο άκλιτο

  1. ήχος διακόπτη ή αντίστοιχος
  2. μονάδα μεταβολής σε μηχανισμούς
    πρέπει να πάει ακόμα τρία κλικ πιο πάνω
  3. η πίεση του ενός πλήκτρου σε ποντικι για υπολογιστές
    όταν λέμε διπλό κλικ πάντα εννοούμε το αριστερό γιατί σχεδόν κανένα πρόγραμμα δεν χρησιμοποιεί διπλό δεξί κλικ!

Εκφράσεις

  • μου κάνει κλικ: μου κεντρίζει το ενδιαφέρον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.