bailiff

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

bailiff (en)

  1. (κατά τον Μεσαίωνα) βάιλος ή βαΐλος
  2. τίτλος αξιωματούχου με αρμοδιότητες που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα
  3. το αστυνομικό όργανο που παρίσταται σε μία δίκη και εκτελεί τις εντολές του προέδρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.