bailiff

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
bailiff (en)
- (κατά τον Μεσαίωνα) βάιλος ή βαΐλος
- τίτλος αξιωματούχου με αρμοδιότητες που ποικίλλουν από χώρα σε χώρα
- το αστυνομικό όργανο που παρίσταται σε μία δίκη και εκτελεί τις εντολές του προέδρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.