κλεισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλεισμένος | η | κλεισμένη | το | κλεισμένο |
| γενική | του | κλεισμένου | της | κλεισμένης | του | κλεισμένου |
| αιτιατική | τον | κλεισμένο | την | κλεισμένη | το | κλεισμένο |
| κλητική | κλεισμένε | κλεισμένη | κλεισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλεισμένοι | οι | κλεισμένες | τα | κλεισμένα |
| γενική | των | κλεισμένων | των | κλεισμένων | των | κλεισμένων |
| αιτιατική | τους | κλεισμένους | τις | κλεισμένες | τα | κλεισμένα |
| κλητική | κλεισμένοι | κλεισμένες | κλεισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κλείνω
Μεταφράσεις
κλεισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.