κλεισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλεισμένος η κλεισμένη το κλεισμένο
      γενική του κλεισμένου της κλεισμένης του κλεισμένου
    αιτιατική τον κλεισμένο την κλεισμένη το κλεισμένο
     κλητική κλεισμένε κλεισμένη κλεισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλεισμένοι οι κλεισμένες τα κλεισμένα
      γενική των κλεισμένων των κλεισμένων των κλεισμένων
    αιτιατική τους κλεισμένους τις κλεισμένες τα κλεισμένα
     κλητική κλεισμένοι κλεισμένες κλεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κλείνω

Μετοχή

κλεισμένος, -η, -ο

  1. που έχει κλείσει
  2. που έχει κλειστεί
     δείτε τη λέξη κλείνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.