κλείστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλείστρο | τα | κλείστρα |
| γενική | του | κλείστρου | των | κλείστρων |
| αιτιατική | το | κλείστρο | τα | κλείστρα |
| κλητική | κλείστρο | κλείστρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλείστρο < ελληνιστική κοινή κλεῖστρον < αρχαία ελληνική κλείω + -τρον
Ουσιαστικό
κλείστρο ουδέτερο
- μηχανισμός ο οποίος κλείνει το πίσω μέρος της θαλάμης ενός όπλου ή πυροβόλου
- (σπάνιο) το φερμουάρ
- (φωτογραφία, κινηματογράφος, κατ’ επέκταση) ο φωτοφράκτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.