κλείστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλείστρο τα κλείστρα
      γενική του κλείστρου των κλείστρων
    αιτιατική το κλείστρο τα κλείστρα
     κλητική κλείστρο κλείστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλείστρο < ελληνιστική κοινή κλεῖστρον < αρχαία ελληνική κλείω + -τρον

Ουσιαστικό

κλείστρο ουδέτερο

  1. μηχανισμός ο οποίος κλείνει το πίσω μέρος της θαλάμης ενός όπλου ή πυροβόλου
  2. (σπάνιο) το φερμουάρ
  3. (φωτογραφία, κινηματογράφος, κατ’ επέκταση) ο φωτοφράκτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.