αναίτια
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αναίτια
<
αναίτιος
Επίρρημα
αναίτια
απρόκλητα
, δίχως
αφορμή
ή
αιτία
Μεταφράσεις
αναίτια
αγγλικά
:
uncaused
(en)
,
for no reason
(en)
,
whithout a cause
(en)
γαλλικά
: sans
raison
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αναίτια
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αναίτιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.