κινητοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινητοποιημένος | η | κινητοποιημένη | το | κινητοποιημένο |
| γενική | του | κινητοποιημένου | της | κινητοποιημένης | του | κινητοποιημένου |
| αιτιατική | τον | κινητοποιημένο | την | κινητοποιημένη | το | κινητοποιημένο |
| κλητική | κινητοποιημένε | κινητοποιημένη | κινητοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινητοποιημένοι | οι | κινητοποιημένες | τα | κινητοποιημένα |
| γενική | των | κινητοποιημένων | των | κινητοποιημένων | των | κινητοποιημένων |
| αιτιατική | τους | κινητοποιημένους | τις | κινητοποιημένες | τα | κινητοποιημένα |
| κλητική | κινητοποιημένοι | κινητοποιημένες | κινητοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κινητοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.