κινησιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινησιολογικός | η | κινησιολογική | το | κινησιολογικό |
| γενική | του | κινησιολογικού | της | κινησιολογικής | του | κινησιολογικού |
| αιτιατική | τον | κινησιολογικό | την | κινησιολογική | το | κινησιολογικό |
| κλητική | κινησιολογικέ | κινησιολογική | κινησιολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινησιολογικοί | οι | κινησιολογικές | τα | κινησιολογικά |
| γενική | των | κινησιολογικών | των | κινησιολογικών | των | κινησιολογικών |
| αιτιατική | τους | κινησιολογικούς | τις | κινησιολογικές | τα | κινησιολογικά |
| κλητική | κινησιολογικοί | κινησιολογικές | κινησιολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κινησιολογικός < κινησιολογ(ία) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ni.si.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐σι‐ο‐λο‐γι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κινησιολογία, κινώ και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.