κινηματογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κινηματογραφημένος | η | κινηματογραφημένη | το | κινηματογραφημένο |
| γενική | του | κινηματογραφημένου | της | κινηματογραφημένης | του | κινηματογραφημένου |
| αιτιατική | τον | κινηματογραφημένο | την | κινηματογραφημένη | το | κινηματογραφημένο |
| κλητική | κινηματογραφημένε | κινηματογραφημένη | κινηματογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κινηματογραφημένοι | οι | κινηματογραφημένες | τα | κινηματογραφημένα |
| γενική | των | κινηματογραφημένων | των | κινηματογραφημένων | των | κινηματογραφημένων |
| αιτιατική | τους | κινηματογραφημένους | τις | κινηματογραφημένες | τα | κινηματογραφημένα |
| κλητική | κινηματογραφημένοι | κινηματογραφημένες | κινηματογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κινηματογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.