κιγκλιδώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κιγκλιδώνω < κιγκλίδα + -ώνω < αρχαία ελληνική κιγκλίς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κιγκλίδα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κιγκλιδώνω | κιγκλίδωνα | θα κιγκλιδώνω | να κιγκλιδώνω | κιγκλιδώνοντας | |
| β' ενικ. | κιγκλιδώνεις | κιγκλίδωνες | θα κιγκλιδώνεις | να κιγκλιδώνεις | κιγκλίδωνε | |
| γ' ενικ. | κιγκλιδώνει | κιγκλίδωνε | θα κιγκλιδώνει | να κιγκλιδώνει | ||
| α' πληθ. | κιγκλιδώνουμε | κιγκλιδώναμε | θα κιγκλιδώνουμε | να κιγκλιδώνουμε | ||
| β' πληθ. | κιγκλιδώνετε | κιγκλιδώνατε | θα κιγκλιδώνετε | να κιγκλιδώνετε | κιγκλιδώνετε | |
| γ' πληθ. | κιγκλιδώνουν(ε) | κιγκλίδωναν κιγκλιδώναν(ε) |
θα κιγκλιδώνουν(ε) | να κιγκλιδώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κιγκλίδωσα | θα κιγκλιδώσω | να κιγκλιδώσω | κιγκλιδώσει | ||
| β' ενικ. | κιγκλίδωσες | θα κιγκλιδώσεις | να κιγκλιδώσεις | κιγκλίδωσε | ||
| γ' ενικ. | κιγκλίδωσε | θα κιγκλιδώσει | να κιγκλιδώσει | |||
| α' πληθ. | κιγκλιδώσαμε | θα κιγκλιδώσουμε | να κιγκλιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | κιγκλιδώσατε | θα κιγκλιδώσετε | να κιγκλιδώσετε | κιγκλιδώστε | ||
| γ' πληθ. | κιγκλίδωσαν κιγκλιδώσαν(ε) |
θα κιγκλιδώσουν(ε) | να κιγκλιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κιγκλιδώσει | είχα κιγκλιδώσει | θα έχω κιγκλιδώσει | να έχω κιγκλιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κιγκλιδώσει | είχες κιγκλιδώσει | θα έχεις κιγκλιδώσει | να έχεις κιγκλιδώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κιγκλιδώσει | είχε κιγκλιδώσει | θα έχει κιγκλιδώσει | να έχει κιγκλιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κιγκλιδώσει | είχαμε κιγκλιδώσει | θα έχουμε κιγκλιδώσει | να έχουμε κιγκλιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κιγκλιδώσει | είχατε κιγκλιδώσει | θα έχετε κιγκλιδώσει | να έχετε κιγκλιδώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κιγκλιδώσει | είχαν κιγκλιδώσει | θα έχουν κιγκλιδώσει | να έχουν κιγκλιδώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.