κηρύκειο
Νέα ελληνικά (el)

κηρύκειο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κηρύκειο | τα | κηρύκεια |
| γενική | του | κηρυκείου & κηρύκειου |
των | κηρυκείων |
| αιτιατική | το | κηρύκειο | τα | κηρύκεια |
| κλητική | κηρύκειο | κηρύκεια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηρύκειο < αρχαία ελληνική κηρύκειον < κηρύττω
Ουσιαστικό
κηρύκειο ουδέτερο
- το ραβδί που κρατούσαν οι κήρυκες και οι πρέσβεις, αλλά και το έμβλημα του θεού Ερμή
- γενικότερα, στα χρόνια της αρχαιότητας, το σύμβολο της ομόνοιας και της παύσης των διαφορών, το οποίο αποτελούνταν από μια λεπτή ράβδο δάφνης ή ελιάς, με δύο μικρά φτερά και δύο φίδια που μάχονται το ένα αντίκρυ στο άλλο τυλιγμένα πάνω στη ράβδο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κηρύττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.