κηπευτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηπευτός η κηπευτή το κηπευτό
      γενική του κηπευτού της κηπευτής του κηπευτού
    αιτιατική τον κηπευτό την κηπευτή το κηπευτό
     κλητική κηπευτέ κηπευτή κηπευτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηπευτοί οι κηπευτές τα κηπευτά
      γενική των κηπευτών των κηπευτών των κηπευτών
    αιτιατική τους κηπευτούς τις κηπευτές τα κηπευτά
     κλητική κηπευτοί κηπευτές κηπευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κηπευτός < ελληνιστική κοινή κηπευτός < αρχαία ελληνική κῆπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.peˈftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κηπευτός

Επίθετο

κηπευτός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.