κηλεπίδεσμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηλεπίδεσμος οι κηλεπίδεσμοι
      γενική του κηλεπιδέσμου
& κηλεπίδεσμου
των κηλεπιδέσμων
    αιτιατική τον κηλεπίδεσμο τους κηλεπιδέσμους
& κηλεπίδεσμους
     κλητική κηλεπίδεσμε κηλεπίδεσμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηλεπίδεσμος < κήλ(η) + επίδεσμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bandage herniaire  δείτε τις λέξεις bandage και herniaire [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.leˈpi.ðe.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κηλεπίδεσμος

Ουσιαστικό

κηλεπίδεσμος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Καμπανά, 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.