truss
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| truss | trusses |
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɹʌs/ & /trʌs/
Ρήμα
truss (en)
- (ιατρική) δένω, υποστηρίζω με επίδεσμο
- (κατασκευαστικός όρος) υποστηρίζω με/κατασκευάζω/τοποθετώ αντηρίδες ζευκτών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.