κηδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηδεμένος η κηδεμένη το κηδεμένο
      γενική του κηδεμένου της κηδεμένης του κηδεμένου
    αιτιατική τον κηδεμένο την κηδεμένη το κηδεμένο
     κλητική κηδεμένε κηδεμένη κηδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηδεμένοι οι κηδεμένες τα κηδεμένα
      γενική των κηδεμένων των κηδεμένων των κηδεμένων
    αιτιατική τους κηδεμένους τις κηδεμένες τα κηδεμένα
     κλητική κηδεμένοι κηδεμένες κηδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κηδεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.