κεταμίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεταμίνη | οι | κεταμίνες |
| γενική | της | κεταμίνης | των | κεταμινών |
| αιτιατική | την | κεταμίνη | τις | κεταμίνες |
| κλητική | κεταμίνη | κεταμίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεταμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ketamine < ketone (< γερμανική Keton < Aketon < γαλλική acétone < acétique < λατινική acetum < aceo) + amine (< ammonia < νεολατινική ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)![M17 [i] i](../I/hiero_M17.png.webp)
![Y5 [mn] mn](../I/hiero_Y5.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)

Ουσιαστικό
κεταμίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) συνθετική ένωση που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό και αναλγητικό φάρμακο και επίσης (παράνομα) ως παραισθησιογόνο
-
κεταμίνη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.