κεραυνομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεραυνομαντεία | οι | κεραυνομαντείες |
| γενική | της | κεραυνομαντείας | των | κεραυνομαντειών |
| αιτιατική | την | κεραυνομαντεία | τις | κεραυνομαντείες |
| κλητική | κεραυνομαντεία | κεραυνομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεραυνομαντεία < κεραυν(ός) + -ο- + -μαντεία
Ουσιαστικό
κεραυνομαντεία θηλυκό
Μεταφράσεις
κεραυνομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.