κεράτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεράτιο τα κεράτια
      γενική του κεράτιου των κεράτιων
    αιτιατική το κεράτιο τα κεράτια
     κλητική κεράτιο κεράτια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεράτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική , υποκοριστικό του κέρας

Ουσιαστικό

κεράτιο ουδέτερο

  1. (ιστορία, νόμισμα) βυζαντινό αργυρό νόμισμα
     δείτε  Βυζαντινό νόμισμα στη Βικιπαίδεια
  2. (παρωχημένο) χαρούπι
  3. (παρωχημένο) καράτι
  4. (λόγιο, μουσικό όργανο) κορνέτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.