κεντροαριστερά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεντροαριστερά | ||
| γενική | της | κεντροαριστεράς | ||
| αιτιατική | την | κεντροαριστερά | ||
| κλητική | κεντροαριστερά | |||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κεντροαριστερά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κεντροαριστερός
Ουσιαστικό
κεντροαριστερά θηλυκό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κεντροαριστερά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κεντροαριστερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κεντροαριστερός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.