Κελλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κελλιά
      γενική των Κελλιών
    αιτιατική τα Κελλιά
     κλητική Κελλιά
Οι καταλήξεις -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κελλιά < κελλιά < πληθυντικός αριθμός του κελλί

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κελλιά

Κύριο όνομα

Κελλιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. κοινότητα της Κύπρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.