μικρόκοσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικρόκοσμος | οι | μικρόκοσμοι |
| γενική | του | μικρόκοσμου & μικροκόσμου |
των | μικρόκοσμων & μικροκόσμων |
| αιτιατική | τον | μικρόκοσμο | τους | μικρόκοσμους & μικροκόσμους |
| κλητική | μικρόκοσμε | μικρόκοσμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικρόκοσμος < ελληνιστική μικρόκοσμος < μικρό- + -κοσμος
Ουσιαστικό
μικρόκοσμος αρσενικό
- η ύλη όταν μελετάται σε επίπεδο στοιχειωδών σωματιδίων
- (μεταφορικά) μια μικρή κοινωνία (και καλά μικρή) ή ομάδα ανθρώπων
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.