καψάλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καψάλα οι καψάλες
      γενική της καψάλας
    αιτιατική την καψάλα τις καψάλες
     κλητική καψάλα καψάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καψάλα < καίω (αόριστος: έκαψα) + -άλα

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpsa.la/

Ουσιαστικό

καψάλα θηλυκό

  1. μέρος που έχει καεί
  2. φρυγανισμένημισοκαμένη) φέτα ψωμιού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.