καψάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καψάλα | οι | καψάλες |
| γενική | της | καψάλας | — | |
| αιτιατική | την | καψάλα | τις | καψάλες |
| κλητική | καψάλα | καψάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpsa.la/
Συγγενικά
- ακαψάλιστος
- καψαλίζω
- καψάλισμα
- καψαλισμένος
- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις
καψάλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.