κατσουφιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατσουφιασμένος | η | κατσουφιασμένη | το | κατσουφιασμένο |
| γενική | του | κατσουφιασμένου | της | κατσουφιασμένης | του | κατσουφιασμένου |
| αιτιατική | τον | κατσουφιασμένο | την | κατσουφιασμένη | το | κατσουφιασμένο |
| κλητική | κατσουφιασμένε | κατσουφιασμένη | κατσουφιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατσουφιασμένοι | οι | κατσουφιασμένες | τα | κατσουφιασμένα |
| γενική | των | κατσουφιασμένων | των | κατσουφιασμένων | των | κατσουφιασμένων |
| αιτιατική | τους | κατσουφιασμένους | τις | κατσουφιασμένες | τα | κατσουφιασμένα |
| κλητική | κατσουφιασμένοι | κατσουφιασμένες | κατσουφιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατσουφιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατσουφιάζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
κατσουφιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.