κατραμωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατραμωμένος η κατραμωμένη το κατραμωμένο
      γενική του κατραμωμένου της κατραμωμένης του κατραμωμένου
    αιτιατική τον κατραμωμένο την κατραμωμένη το κατραμωμένο
     κλητική κατραμωμένε κατραμωμένη κατραμωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατραμωμένοι οι κατραμωμένες τα κατραμωμένα
      γενική των κατραμωμένων των κατραμωμένων των κατραμωμένων
    αιτιατική τους κατραμωμένους τις κατραμωμένες τα κατραμωμένα
     κλητική κατραμωμένοι κατραμωμένες κατραμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατραμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατραμώνω

Μετοχή

κατραμωμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν κατραμώσει
  2. (ναυτικός όρος): που φέρει κατράμι
    κατραμωμένο συρματόσχοινο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.