κατηχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατηχημένος | η | κατηχημένη | το | κατηχημένο |
| γενική | του | κατηχημένου | της | κατηχημένης | του | κατηχημένου |
| αιτιατική | τον | κατηχημένο | την | κατηχημένη | το | κατηχημένο |
| κλητική | κατηχημένε | κατηχημένη | κατηχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατηχημένοι | οι | κατηχημένες | τα | κατηχημένα |
| γενική | των | κατηχημένων | των | κατηχημένων | των | κατηχημένων |
| αιτιατική | τους | κατηχημένους | τις | κατηχημένες | τα | κατηχημένα |
| κλητική | κατηχημένοι | κατηχημένες | κατηχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατηχημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατηχώ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατηχημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.